- πρόσχαρης
- ης, ες, πρόσχαρος, η , ο радостный; весёлый, жизнерадостный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσχαρής — ές, ΝΜΑ [προσχαίρω] πρόσχαρος … Dictionary of Greek